Βοηδρόμια
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek (Liddell-Scott)
Βοηδρόμια: -ων, τὰ, πανήγυρις καὶ ἀγῶνες εἰς ἀνάμνησιν τῆς βοηθείας, τῆς δοθείσης ὑπὸ τοῦ Θησέως ἐναντίον τῶν Ἀμαζόνων, Πλουτ. Θησ. 27 · Β. πέμπειν, ἄγειν, ἑορτάζειν τὰ Βοηδρόμ. Δημ. 37. 6 (διορθωθὲν ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τοῦ βοΐδια).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
les Boèdromies, fête athénienne, en souvenir de la victoire de Thésée sur les Amazones, ou, selon d’autres, en souvenir du secours apporté par Ion contre Eumolpos.
Étymologie: βοηδρόμος.
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Alolema(s): Βοηδρομία EM 202.44G.
Boedromias fiestas aten. que celebraban, al final del verano, la ayuda prestada por Teseo contra las Amazonas y que dan origen al tercer mes del año, Boedromión, Clidem.18, Plu.Thes.27, Βοηδρόμια πέμπειν dirigir la procesión de las Boedromias D.3.31.
Greek Monolingual
Βοηδρόμια, τα (Α) βοηδρομώ
γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Απόλλωνος Βοηδρομίου.
Greek Monotonic
Βοηδρόμια: -ων, τά (βοηδρόμος), αγώνες που τελούνταν στη μνήμη της βοήθειας που προσφέρθηκε από τον Θησέα ενάντια στις Αμαζόνες, σε Δημ., Πλούτ.