ἑνίζω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A to be a partisan of the One, i.e. teach a monistic doctrine, Arist.Metaph.986b21, Procl. in Prm.p.597 S. II treat as a unity, τι τῇ διανοίᾳ Plot.6.9.6:—Pass., ὡς μονὰς καὶ σημεῖον -ίζεται ibid. III unite, ἑαυτὸν τῷ ἐραστῷ Procl.in Alc.p.33 C.; unify, τὰς ἐμφύτους ἐννοίας Porph.Marc.10; τὰ ὄντα Procl.Inst.13:—Pass., Porph.Sent.11; πλῆθος -ιζόμενον reduced to unity, ib.36; τὸ -ιζόμενον, opp. τὸ ἑνίζον, Dam.Pr.13. IV Med., concentrate, Hero *Deff. 136.25.
German (Pape)
[Seite 844] als Eins setzen, vereinigen, Sp.
French (Bailly abrégé)
rendre un, ramener à l’unité.
Étymologie: ἐν, εἷς.
Spanish (DGE)
I intr.
1 en v. act. ser partidario del Uno, proponer una doctrina monística de Jenófanes, Arist.Metaph.986b21, ἡ θεωρία ἡ ἑνίζουσα Procl.in Prm.769.
2 en v. med. unirse ὁ δὲ νοῦς ... ἑνίζεται πρὸς αὐτὸ (τὸ νοητὸν) ταῖς νοεραῖς ... ἐνεργείαις Hero Def.136.25, αἱ ἀσώματοι ὑποστάσεις ... ἑνίζονται Porph.Sent.11, τὸ δὲ πλῆθος ἑνιζόμενον Porph.Sent.36.
II tr.
1 considerar como una unidad ὅταν αὐτὸν (ἢ νοῦν ἢ θεὸν) ἑνίσῃς τῇ διανοίᾳ Plot.6.9.6, en v. pas. ὡς μονὰς καὶ σημεῖον ἑνίζεται Plot.ib.
2 unir ὁ θεῖος ἔρως ... ἑαυτὸν ἑνίζων τῷ ἐραστῷ Procl.in Alc.33
•unificar ἁπλότητας ἀκροτήτων ἑνίσασα mónada que habiendo unificado las unidades de máximas sublimidades dicho de Dios, Synes.Hymn.9.61, συνάγοις δ' ἂν καὶ ἑνίζοις τὰς ἐμφύτους ἐννοίας Porph.Marc.10, ἑνίζων ... τὰ ὄντα Procl.Inst.13, en v. pas. τὸ ἑνιζόμενον op. τὸ ἑνίζον Dam.Pr.13.