εὑρών

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek (Liddell-Scott)

εὑρών: οῦσα, όν, μετοχ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. τοῦ εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρών: -οῦσα, -όν, μτχ. Ενεργ. αορ. βʹ του εὑρίσκω.