Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
εὑρών: οῦσα, όν, μετοχ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. τοῦ εὑρίσκω.
part. ao.2 de εὑρίσκω.
εὑρών: -οῦσα, -όν, μτχ. Ενεργ. αορ. βʹ του εὑρίσκω.