ἐφιμείρω

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφῑμείρω Medium diacritics: ἐφιμείρω Low diacritics: εφιμείρω Capitals: ΕΦΙΜΕΙΡΩ
Transliteration A: ephimeírō Transliteration B: ephimeirō Transliteration C: efimeiro Beta Code: e)fimei/rw

English (LSJ)

strengthd. for ἱμείρω, c. acc., Nic.Fr.74.42: c. gen., AP5.268 (Agath.), Nonn.D.14.355: c. inf.,

   A ἐ. θεὸς εἶναι Musae.80:— Med., in tmesi, ἐφ' αἵματος ἱμείρονται Arat.975.

German (Pape)

[Seite 1119] verstärktes simplex; οὐκ ἐφ. θεὸς εἶναι Mus. 80; – τινός, Agath. 11 (V, 269); Nonn. D. 14, 355; – c. acc., Nic. bei Ath. XV, 683 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφῑμείρω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἱμείρω, μετ’ αἰτ., Νικ. παρ’ Ἀθην. 683F· μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 269, Νόνν. Δ. 14. 355· μετ’ ἀπαρ., Μουσαῖος 80: - Μέσ., Ἄρατ. 975.

Greek Monolingual

ἐφιμείρω (Α)
(επιτ. τ.), βλ. ιμείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱμείρω «επιθυμώ»].

Greek Monotonic

ἐφῑμείρω: επιτετ. αντί ἱμείρω, με γεν., σε Ανθ.