ἡμετέρειος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,= ἡμεδαπός, Anacr.71, Anaxandr.9.

German (Pape)

[Seite 1166] der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμετέρειος: -ον, = ἡμεδαπός, Ἀνακρ. 75, Ἀναξανδρίδ. Γεροντ. 1.

Greek Monolingual

ἡμετέρειος, -ον (Α)
ημεδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. -ειος (πρβλ. ανθρώπ-ειος, ταρτάρ-ειος)].