ημέτερος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-έρα, -ο (AM ἡμέτερος, -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)
(κτητ. αντων.)
1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (και για έναν κτήτορα αντί του ενός) ο δικός μου (α. «η ημετέρα γνώμη» β. «ἵν' ἔπος ἀκούσῃς ἡμέτερον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ημέτεροι
οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται συνήθως παράνομα και αντικανονικά
μσν.
(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα μεγαλειότης», Ιουστιν.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμετέρα
η χώρα μας
2. (το ουδ.) τὸ ἡμέτερον
όσον αφορά εμάς
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡμέτερα
η ιδιοκτησία μου, η περιουσία μου
4. φρ. α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — είναι με το μέρος μας
β) «τὸ ἡμέτερον δέος» — ο φόβος τών άλλων προς εμάς
γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ημε- του ημείς + κατάλ. -τερος (πρβλ. εκάτερος, έτερος)].