ημεδαπός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἡμεδαπός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται από τη δική μας χώρα, ομοεθνής, εγχώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό ημεδ- (θ. ημε- του ημείς + -δ- που απαντά και στην κτητική αντων. της αρχ. ιδν. asmad-iya «ημέτερος») και β' συνθετικό -απός (< IE -nkwo-) αντίστοιχο του λατ. -inquos (πρβλ. propinquos «πλησίον, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, «σύνθετο εκ συναρπαγής» από παλιά αμάρτυρη αφαιρετική ασμεδ- του ημείς (πρβλ. αντίστοιχο αρχ. ινδ. asmad) και την πρόθεση από («από εμάς»)].