ἡμετέρειος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμετέρειος Medium diacritics: ἡμετέρειος Low diacritics: ημετέρειος Capitals: ΗΜΕΤΕΡΕΙΟΣ
Transliteration A: hēmetéreios Transliteration B: hēmetereios Transliteration C: imetereios Beta Code: h(mete/reios

English (LSJ)

ἡμετέρειον, = ἡμεδαπός, Anacr.71, Anaxandr.9.

German (Pape)

[Seite 1166] der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.

Russian (Dvoretsky)

ἡμετέρειος: Anacr. = ἡμεδαπός I.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμετέρειος: -ον, = ἡμεδαπός, Ἀνακρ. 75, Ἀναξανδρίδ. Γεροντ. 1.

Greek Monolingual

ἡμετέρειος, -ον (Α)
ημεδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. -ειος (πρβλ. ανθρώπειος, ταρτάρειος)].