ἡμιωβέλιον
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
τό,
A half-obol, IG12.6.90, Eup.154, Aeschin.Socr.41, Arist.Rh.1374b26, IG11.(2).287A 40 (Delos, iii B.C.), etc.:—less correctly ἡμι-ωβόλιον, X.An.1.5.6 codd., Arist.Fr.589 codd.Poll., Thphr.Char.6.9, Dsc.4.175:
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-obole, poids et monnaie.
Étymologie: ἡμι-, ὀβελός.
Greek Monolingual
ἡμιωβέλιον, τὸ (Α)
ημιωβόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οβελός, το -ω- λόγω συνθέσεως].