ἰείη

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἰείη: Ἐπικ. ἀντὶ ἴοι, γ΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ εἶμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. prés. épq. de εἶμι.

English (Autenrieth)

see εἶμι.

Greek Monotonic

ἰείη: Επικ. αντί ἴοι, γʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του εἶμι (ibo).