θὤμισυ
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
German (Pape)
[Seite 1230] = τὸ ἥμισυ, Hes. O. 561.
Greek (Liddell-Scott)
θὤμισυ: Ἐπικ. κρᾶσις ἀντὶ τὸ ἥμισυ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557.
Greek Monotonic
θὤμισυ: κράση αντί τὸ ἥμισυ.