καταγελάσιμος
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ον,
A ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut.Stich.631.
German (Pape)
[Seite 1341] ganz lächerkkch, Plaut. Stich. 4, 2, 50.
Greek (Liddell-Scott)
καταγελάσιμος: -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, ὅπερ ἦν ὄνομα παρασίτου.
Greek Monolingual
καταγελάσιμος, -ον (Α) καταγέλασις
ο άξιος χλευασμού.