κῆται

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek (Liddell-Scott)

κῆται: ὑποτακτ. τοῦ κεῖμαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

contr. de κέηται.

English (Autenrieth)

see κεῖμαι.

Greek Monotonic

κῆται: συνηρ. από το κέηται, γʹ ενικ. υποτ. του κεῖμαι.