τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
[Seite 1452] κλῃδός, ἡ, att. = κλείς, w. m. s.
κλῄς: ῇδος, ἡ, ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κλείς.
κλῃδός (ἡ) :
pl. gén. κλῃδῶν, acc. κλῇδας;
anc. att. c. κλείς.