ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
adv.de Crète.Étymologie: Κρήτη, -θεν.
Κρήτηθε(ν) (Α)επίρρ. από την Κρήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].