κραγγών

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραγγών Medium diacritics: κραγγών Low diacritics: κραγγών Capitals: ΚΡΑΓΓΩΝ
Transliteration A: krangṓn Transliteration B: krangōn Transliteration C: kraggon Beta Code: kraggw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of καρίς, prob.

   A Squilla mantis, Arist.HA 525b2: with v.l. κράγγη, ἡ, ib.21,29.    II = κίσσα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κραγγών: -όνος, ἡ, εἶδος καρίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· κατωτ. 6, ὑπάρχει διάφ. γραφ. κράγγη, ἡ. ΙΙ. = κίσσα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραγγών, -όνος και κράγγη, ἡ (Α)
1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.].