μάκαιρα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 83] ἡ, bes. fem. zum Folgdn; H. h. Apoll. 14; Θήβα, Pind. I. 6, 1, Θεσσαλία, P. 10, 2, ἑστία, Ol. 1, 11, öfter; Aesch. Sept. 163; Soph. Phil. 400; Eur. Alc. 1004; Ar. Av. 1759.
French (Bailly abrégé)
v. μάκαρ.
Greek Monolingual
η ζωολ. γένος περκόμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας μακαϊρίδες.