Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαιευτική

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

η (Α μαιευτική)
1. η τέχνη της μαίας, η μαμμική
2. η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην αλήθεια
νεοελλ.
κλάδος της ιατρικής, μέρος της γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την κύηση, τον τοκετό και τη λοχεία των γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μαιευτικός.