Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύστις

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστῐς Medium diacritics: μύστις Low diacritics: μύστις Capitals: ΜΥΣΤΙΣ
Transliteration A: mýstis Transliteration B: mystis Transliteration C: mystis Beta Code: mu/stis

English (LSJ)

ῐδος, fem. of μύστης, IG3.914, Porph.Antr.18: usu. metaph.,

   A initiate or initiator, μ. νάματος ἡ Κύπρις Anacreont.4.12; πενίης μύστι, λάγυνε AP9.229 (Marc.Arg.); μ. τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιστήμης, of Σοφία, LXX Wi.8.4; [ψυχὴ] τῶν τελείων μ. τελετῶν Ph.1.173.

German (Pape)

[Seite 223] ιδος, ἡ, fem. zu μύστης, die Eingeweih'te, sp. D.; auch μύστι πενίης, M. Arg. 18 (IX, 229). – Auch = die Einweihende, μύστις νάματος ἡ Κύπρις, Anacr. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 initiée;
2 initiatrice;
3 mystique.
Étymologie: fém. de μύστης.

Greek Monolingual

μύστις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μύστης.

Greek Monotonic

μύστις: -ῐδος,
I. θηλ. του μύστης, ως επίθ., μυστικός, απόκρυφος, σε Ανθ.
II. μυσταγωγός, σε Ανακρεόντ.