μονομάχιον
English (LSJ)
τό,
A = μονομαχία, Luc. DMeretr.13.5, App.Hisp.53, etc.: in codd. sts. written μονομαχεῖον, as Ath.5.191a (cod. A).
German (Pape)
[Seite 204] τό, bei Her. 6, 92 v. l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχιον: [ᾰ], τό, = μονομαχία, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 6. 92· ἀκολούθως ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 13. 5, Ἀππ. Ἰβηρ. 53, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται μονομαχεῖον, ὡς ἐν Ἀθήν. 191Α. 2) σχολεῖον μονομάχων, δηλ. σχολὴ πρὸς ἐκμάθησιν τῆς μονομαχίας, Μαλαλ. 217, 2, 263, 15.
Greek Monolingual
μονομάχιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μονομαχείον.