ὄγκιον
English (LSJ)
or ὀγκίον, τό, (
A ὄγκος A. I) case or casket for arrows and other implements, ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός Od.21.61, cf. Hermipp.16.
German (Pape)
[Seite 290] τό, Kasten, in welchem man Pfeile mit Widerhaken aufbewahrt, u. übh. Eisengeräth; ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον· ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, Od. 21, 61, worin die πελέκεις lagen. VLL. erkl. ἀγγεῖον, ἐν ᾡ αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν; vgl. Hermipp. bei Poll. 10, 165, nach dem er geflochten war.
Greek (Liddell-Scott)
ὄγκιον: ἢ ὀγκίον, τό, (ὄγκος Α. Ι) θήκη ἢ ἀγγεῖον πλεκτὸν ἐν ᾧ ἐτίθεντο αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν καὶ ἄλλα ἐργαλεῖα σιδηρᾶ, ὡς οἱ πελέκεις τοῦ Ὀδυσσέως κτλ., ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκὸς Ὀδ. Φ. 61, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 165 (ἔνθα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἑρμίππ.)· ― μεταγεν. σιδηροθήκη.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
étui (pour les javelots et la hache).
Étymologie: ὄγκος¹.
English (Autenrieth)
(ὄγκος): basket or box to hold arrow-heads or other things of iron, Od. 21.61†.
Greek Monotonic
ὄγκιον: ή ὀγκίον, τό, θήκη για ακίδες βελών και άλλα σιδερένια σύνεργα, σε Ομήρ. Οδ.