παραθαλασσίδιος

Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, = sq., Th.6.62, D.C.54.9.

German (Pape)

[Seite 478] -ττίδιος, = παραθαλάσσιος, Thuc. 6, 62 u. Sp., wie D. Cass. 54, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παραθᾰλασσίδιος: -ον, = τῷ ἑπομ., Θουκ. 6. 62· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Δίων Κάσ. 54. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.

Greek Monolingual

-ον, Α
παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θάλασσα + επίθημα -ίδιος].

Greek Monotonic

παραθᾰλασσίδιος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.