παρακαθέζομαι

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἕζομαι), sich daneben oder dabei niedersetzen, daneben oder dabei niedersitzen, τινί, Plat. Charmid. 153 e; Ar. Plut. 727; Xen. Mem. 4, 2, 8; Sp., auch παρακαθεσθείς.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀρτοξ. 26· ὅρα καθέζομαι.

French (Bailly abrégé)

s’asseoir ou se tenir assis à côté de, auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α
κάθομαι δίπλα σε κάποιον («παρακαθεζόμενος οὖν ἠσπαζόμην τον τε Κριτίαν», Πλάτ.).