σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Full diacritics: παρασχεῖν | Medium diacritics: παρασχεῖν | Low diacritics: παρασχείν | Capitals: ΠΑΡΑΣΧΕΙΝ |
Transliteration A: parascheîn | Transliteration B: paraschein | Transliteration C: paraschein | Beta Code: parasxei=n |
παρασχέμεν, παρασχεθεῖν,
A v. παρέχω.
παρασχεῖν: παρασχέμεν, παρασχεθεῖν, ἴδε παρέχω.
παρασχεῖν: Επικ. -χέμεν, απαρ. αορ. βʹ του παρέχω.
παρασχεῖν, παρασχεθεῖν, παρασχέμεν inf. aor. act. van παρέχω.