παραπλήθω

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

German (Pape)

[Seite 494] daneben voll sein; so erklärt man als Tmesis παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι Od. 9, 8.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήθω: εἶμαι σχεδὸν πλήρης, ἴδε ἐν λ. παράπλειος

Greek Monolingual

Α
είμαι γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλήθω «είμαι πλήρης»].