πάραρος

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

German (Pape)

[Seite 496] ion. πάρηρος, wie παρήορος, verrückt, unsinnig, wahnsinnig, Theocr. 15, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πάρᾱρος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. παρήορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήορος.

Greek Monotonic

πάρᾱρος: -ον, Δωρ. αντί παρήορος III, σε Θεόκρ.