πεμπτός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ή, όν,
A sent, ἀπὸ τῶν τετρακοσίων π. πρέσβεις f.l. in Th.8.86.
German (Pape)
[Seite 553] adj. verb. von πέμπω, geschickt, gesendet, Thuc. 8, 86 u. A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
envoyé.
Étymologie: adj. verb. de πέμπω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πεμπτός, -ή, -όν, ΝΑ πέμπω
σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.).
Greek Monotonic
πεμπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.