πορδαλέος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
German (Pape)
[Seite 682] (πορδή), farzig, Luc. Lexiph. 10.
Greek (Liddell-Scott)
πορδᾰλέος: -α, -ον, = παρδάλεος, Ὀππ. Κυν. 3. 647. ΙΙ. (πορδὴ) «πορδαλᾶς», «κλαν~ιάρης», Λουκ. Λεξιφάν. 10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
puant.
Étymologie: πορδή.
Greek Monolingual
-έα, -ον, Α
αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, νυστ-αλέος)].