προκάτημαι
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
German (Pape)
[Seite 729] ion. = προκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προκάθημαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προκάθημαι.