προνομεία

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνομεία Medium diacritics: προνομεία Low diacritics: προνομεία Capitals: ΠΡΟΝΟΜΕΙΑ
Transliteration A: pronomeía Transliteration B: pronomeia Transliteration C: pronomeia Beta Code: pronomei/a

English (LSJ)

ἡ, (

   A προνομή 1) going out to forage or plunder, Plb.4.68.3 (v.l. προνομαί): rejected by Thom.Mag.p.275 R.

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. σκύλευσις.

Greek (Liddell-Scott)

προνομεία: ἡ, (προνομὴ Ι) στρατιωτικὴ ἐκδρομὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων πρὸς ἁρπαγὴν φορβῆς ἢ πρὸς σκύλευσιν ἢ ἁρπαγὴν τροφῆς, διαρπαγή, σκύλευσις, λεηλασία, ἐπισιτισμὸς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δι’ ἁρπαγῆς, Πολύβ. 4. 68, 3 (διάφ. γρ. προνομαί), Θωμ. Μάγιστρ. 742 (ἔνθα προνομία), πρβλ. Μοῖρ. 304 ἐν λ. προνομεύειν, ἔνθα ἴδε σημ. τοῦ ἐκδότου.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προνομεύω
η διαρπαγή αγαθών από εχθρική χώρα, με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών του στρατεύματος.