προσφυή
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ἡ, (προσφύω)
A = πρόσφυσις 11, dub. in Arist.HA528a33. 2 pl., supernumerary teeth, Hippiatr.95.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, = πρόσφυσις, Arist. H. A. 4, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσφυή: ἡ, (προσφύω) = πρόσφυσις ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 8.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προσφύω
μσν.
στον πληθ. αἱ προσφυαί
υπεράριθμα δόντια
αρχ.
(αμφβλ. γρφ.) πρόσφυση, προσκόλληση.