σιά
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Lacon. for θεά, Ar.Lys.1263, 1320.
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, lakon. = θεά, Ar. Lys. 1263. 1320.
Greek (Liddell-Scott)
σιά: Λακων. ἀντὶ τοῦ θεά, Ἀριστοφ. Λυσ. 1263, 1320.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. λ.) η θεά («τὰν κάν... τὰν κρατίσταν Χαλκίοικον ὕμνει», Αριστοφ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιά, ἡ Lac. voor θεά, zie θεός.