ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ου (ὁ) :Télégonos, fils d’Ulysse et de Circé.Étymologie: τῆλε, γίγνομαι.
ο, ΝΜΑγιος του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' άλλη παράδοση, της Καλυψώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρτί-γονος].