τρίχρωμος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

German (Pape)

[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].