τωὐτό

From LSJ
Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.