ὑπᾴσσω
From LSJ
English (LSJ)
Att. for ὑπαΐσσω.
German (Pape)
[Seite 1184] att. = ὑπαΐσσω, Soph. ὑπᾴξας διὰ θυρῶν, Ai. 294.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾴσσω: Ἀττικ. ἀντὶ ὑπαΐσσω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. ὑπαΐσσω.
Greek Monotonic
ὑπᾴσσω: Αττ. αντί ὑπ-αΐσσω.