φωνά

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

English (Slater)

φωνά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν.)
   1 voice φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον (O. 6.66) δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον (sc. Βάττον) ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (cf. (P. 5.59) ) (P. 4.63) μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137) αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (P. 9.29) ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος (N. 10.90) esp., of singing, Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (sc. ὦ Μοῖσα) (P. 11.41) ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ (N. 2.25) δίδοι φωνάν (N. 5.51) θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται (N. 9.49) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (I. 2.25) βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ (ψυχρὸν Plut., unde ψυχὰν Wil.) fr. 124d. φωνᾷ τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ (Pae. 8.83)