φωνά

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source

English (Slater)

φωνά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν.) voice φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον (O. 6.66) δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον (sc. Βάττον) ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (cf. (P. 5.59) ) (P. 4.63) μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137) αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (P. 9.29) ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος (N. 10.90) esp., of singing, Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (sc. ὦ Μοῖσα) (P. 11.41) ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ (N. 2.25) δίδοι φωνάν (N. 5.51) θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται (N. 9.49) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (I. 2.25) βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ (ψυχρὸν Plut., unde ψυχὰν Wil.) fr. 124d. φωνᾷ τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ (Pae. 8.83)

Russian (Dvoretsky)

φωνά: (ᾱ) ἡ дор. = φωνή.