φοινικιοῦς

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

German (Pape)

[Seite 1295] ᾶ, οῦν, 1) = φοινίκεος, Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. βατραχιοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκιοῦς: οῦσα, οῦν, = φοινίκεος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 272, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 2, 3. 12., 5. 19, κ. ἀλλ. ΙΙ. φοινικιοῦν, τό, δικαστήριόν τι ἐν Ἀθήναις κληθὲν ἐκ τοῦ χρώματος τῶν τοίχων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 28, 8· πρβλ. βατραχιοῦν.

Greek Monolingual

–οῡσσα, -οῡν, Α
1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος (Ι)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῡν
(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. φοινίκιος και φοινικοῦς.

Greek Monotonic

φοινῑκιοῦς: -οῦσσα, -οῦν, = φοινίκεος, σε Αριστοφ.