χοροειδής
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
A f.l. for χοριοειδής.
German (Pape)
[Seite 1366] χιτών, die traubenfarbige Haut des Auges, uvea tunica, sonst ῥαγοειδής, Poll. 2, 70.
Greek (Liddell-Scott)
χοροειδής: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ χοριοειδής.