δεσπόσιος
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ον,
A = δεσπόσυνος, ὕβρις A.Supp.845 (lyr.). II Subst., = verna, Eust.846.13.
German (Pape)
[Seite 551] = δεσπόσυνος, ὕβρις Aesch. Suppl. 825 l. d.
Greek (Liddell-Scott)
δεσπόσιος: -ον, = δεσπόσυνος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 845, Εὐστ. 846. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δεσπόσυνος.
Spanish (DGE)
-ον
1 señoril ὕβρις A.Supp.845.
2 subst. ὁ δ. esclavo de nacimiento Eust.846.13.
Greek Monolingual
δεσπόσιος, -ον (Α) δεσπότης
ο δεσπόσυνος.
Russian (Dvoretsky)
δεσπόσιος: повелительный, властный (ὕβρις Aesch.).