καθελκόομαι
From LSJ
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
English (LSJ)
Pass.,
A break out into ulcers, Χείλεα καθηλκωμένα Hp. Epid.7.11; but καθελκωθείς covered with wounds, Arist.HA621a20.
German (Pape)
[Seite 1283] in Geschwüre ausbrechen, eitern; Arist. H. A. 9, 37; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καθελκόομαι: Παθ. πληροῦμαι ἑλκῶν, Ἱππ. 1213D· καθελκωθεὶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10· ― καθέλκωσις, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ προηγ., ἴδε καθήγησις.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθελκόομαι: покрываться язвами или ранами Arst.