καταχρηστέον
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
A one must use, τινὶ εἴς τι Luc. Am.17.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρηστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεταχειρισθῇ, τινὶ εἴς τι Λουκ. Ἔρωτ. 17.
Russian (Dvoretsky)
καταχρηστέον: adj. verb. к καταχράομαι.