κρησφύγετον

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρησφύγετον Medium diacritics: κρησφύγετον Low diacritics: κρησφύγετον Capitals: ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟΝ
Transliteration A: krēsphýgeton Transliteration B: krēsphygeton Transliteration C: krisfygeton Beta Code: krhsfu/geton

English (LSJ)

[ῠ], τό, (φεύγω)

   A place of refuge, retreat, Hdt.5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as refuge from the Cretan, i.e. Minos.)

Greek (Liddell-Scott)

κρησφύγετον: ῠ, τό, (φεύγω) τόπος καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, καταφύγιον, Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως, κρησ-, εἶναι ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κυρίως καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de refuge, asile.
Étymologie: κράς, φεύγω.

Greek Monotonic

κρησφύγετον: [ῠ], τό (φῠγεῖν), μέρος διαφυγής, τόπος αναχώρησης, καταφύγιο, άσυλο, σε Ηρόδ.· (το πρώτο μέρος της λέξης, το κρησ-, είναι αμφίβολης προέλευσης).

Russian (Dvoretsky)

κρησφύγετον: (ῠ) τό место убежища, убежище Her., Luc.