παγκαταπύγων

From LSJ
Revision as of 08:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκαταπύγων Medium diacritics: παγκαταπύγων Low diacritics: παγκαταπύγων Capitals: ΠΑΓΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: pankatapýgōn Transliteration B: pankatapygōn Transliteration C: pagkatapygon Beta Code: pagkatapu/gwn

English (LSJ)

[ῡ], ονος, ὁ, ἡ,

   A utterly lewd, Ar.Lys.137.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαταπύγων: [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, ὑπερβαλλόντως καταπύγων, αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154.

Greek Monolingual

παγκαταπύγων, -ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α)
ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καταπύγων.

Russian (Dvoretsky)

παγκᾰτᾰπύγων: 2, gen. ονος (ῡ) Arph. intens. к καταπύγων.