ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
inf. ao.2 épq. de πίπτω.
see πίπτω.
πεσέειν: эп. inf. к πίπτω.