περιπλέγδην
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Adv.
A closely entwined, Eratosth.27; π. ἔχειν τινά in close embrace, AP5.258 (Paul. Sil.), cf. 254.16 (Id.), Opp.H.2.376; of ivy, Luc.Am.12, etc.
German (Pape)
[Seite 587] adv., umwickelt, umwunden; Luc. Amor. 12; Opp. Hal. 2, 376 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλέγδην: Ἐπίρρ., περιπεπλεγμένως, ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως
2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θ. πλεκ- του πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. εμπλέγ-δην)].
Russian (Dvoretsky)
περιπλέγδην: adv. обвиваясь (обвившись) Luc.: π. ἔχειν τινά Anth. держать кого-л. в своих объятиях.