περιττός
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
περιτρῡπ-άκις, περιτρῡπ-εύω, περιτρῡπ-ωμα, etc., v. περισς-.
Greek (Liddell-Scott)
περιττός: -άκις, -εύω, -ωμα, κτλ., ἴδε ἐν λ. περισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. περισσός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιττός, -ή, -όν, ΝΜΑ
βλ. περισσός.
Greek Monotonic
περιττός: -εύω, -ωμα, βλ. περισσός κ.λπ.