περιττός

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιττός Medium diacritics: περιττός Low diacritics: περιττός Capitals: ΠΕΡΙΤΤΟΣ
Transliteration A: perittós Transliteration B: perittos Transliteration C: perittos Beta Code: peritto/s

English (LSJ)

περιτρῡπ-άκις, περιτρῡπ-εύω, περιτρῡπ-ωμα, etc., v. περισς-.

Greek (Liddell-Scott)

περιττός: -άκις, -εύω, -ωμα, κτλ., ἴδε ἐν λ. περισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. περισσός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιττός, -ή, -όν, ΝΜΑ
βλ. περισσός.

Greek Monotonic

περιττός: -εύω, -ωμα, βλ. περισσός κ.λπ.