πτέσθαι
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
A v. πέτομαι. πτῆμα, ατος, τό, flight, Suid. πτήν, πτηνός, ὁ, ἡ, winged, Hdn.Gr.in An.Ox.3.243, EM694.7. πτῆναι, v. πέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πτέσθαι: ἴδε πέτομαι.
French (Bailly abrégé)
v. πέτομαι.
Greek Monotonic
πτέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
πτέσθαι: inf. aor. 2 к πέτομαι.