σκηνύδριον

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνύδριον Medium diacritics: σκηνύδριον Low diacritics: σκηνύδριον Capitals: ΣΚΗΝΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: skēnýdrion Transliteration B: skēnydrion Transliteration C: skinydrion Beta Code: skhnu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκηνή.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.